- κλώσιμο
- τογνέσιμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κλώσιμο — το [κλώθω] 1. γνέσιμο 2. διαδικασία κατά την οποία κατασκευάζεται ενιαίο νήμα με συστροφή πολλών συνεχών ινών … Dictionary of Greek
αποκλώθω — 1. τελειώνω το κλώσιμο, παύω να κλώθω 2. κλώθω … Dictionary of Greek
βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… … Dictionary of Greek
γνέσιμο — το [γνέθω] μετατροπή μαλλιού, μπαμπακιού κ.λπ. σε νήμα, το κλώσιμο … Dictionary of Greek
διάνημα — διάνημα, το (Α) [διανέω] 1. η κλώση, το κλώσιμο 2. η κλωστή, το νήμα … Dictionary of Greek
κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… … Dictionary of Greek
λανάρι — το (Μ λανάρι) εργαλείο με το οποίο ξαίνεται και καθαρίζεται το μαλλί πριν από το κλώσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λανάριον, ουδ. τού επιθ. λανάριος < λατ. lanarius «εριουργός» < λατ. lana, ae «έριον, μαλλί»] … Dictionary of Greek
μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… … Dictionary of Greek
νήσις — (I) νῆσις, ἡ (ΑΜ) το γνέσιμο, το κλώσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νησ τού νήθω (πρβλ. αορ. ἔ νησ α) + κατάλ. ις]. (II) νῆσις και νήησις, ἡ (Α) [νηέω] επισώρευση … Dictionary of Greek
νηστικός — (I) ή, ό, θηλ. και ιά (ΑΜ νηστικός, ή, όν) [νήστις] αυτός που δεν τρώει ή που δεν έχει φάει τίποτε για ένα χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από το κανονικό, άσιτος νεοελλ. μσν. 1. αυτός που δεν είναι πιωμένος ή που δεν έχει μεθύσει, ξεμέθυστος 2.… … Dictionary of Greek